- μπουτονιέρα
- και μπουτουνιέρα, η1. κουμπότρυπα2. μικρή διακοσμητική ανθοδέσμη για το πέτο ή για τον γιακά σακακιού ή για το ντεκολτέ γυναικείου φορέματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bottoniera < γαλλ. boutonniere < γαλλ. bouton «κουμπί»].
Dictionary of Greek. 2013.